προκαταπίμπρημι

προκαταπίμπρημι
Α
καίω εντελώς κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καταπίμπρημι «καίω εντελώς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”